Κοής

Κοής
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Αντώνιος. Ήταν πλοιοκτήτης και κυβερνήτης του μπρικιού Λεωνίδας. Με το πλοίο αυτό πολέμησε στην Ερεσσό, στη Σάμο, στην Κασσάνδρα, στην Πάτρα, στη Χίο κ.α. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. 2. Γεώργιος. Γιος του προηγούμενου. Συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες, στις οποίες και διακρίθηκε. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην καταστροφή των Ψαρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κόης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόης — κοάω pres ind act 2nd sg κοάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοᾶν — Κόης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοῶν — Κόης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόου — Κόης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόω — Κόης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόα — Κόᾱ , Κόης masc nom/voc/acc dual Κόης masc voc sg Κόᾱ , Κόης masc gen sg (doric aeolic) Κόης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίης — και Κόης, ὁ (Α) ὁ ιερέας τών μυστηρίων τής Σαμοθράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”