Κόης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόης — κοάω pres ind act 2nd sg κοάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοᾶν — Κόης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοῶν — Κόης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόου — Κόης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόω — Κόης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόα — Κόᾱ , Κόης masc nom/voc/acc dual Κόης masc voc sg Κόᾱ , Κόης masc gen sg (doric aeolic) Κόης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίης — και Κόης, ὁ (Α) ὁ ιερέας τών μυστηρίων τής Σαμοθράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] … Dictionary of Greek
κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] … Dictionary of Greek